Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Παθολογία

Σαράντα βαθμοί, λιώνει το κορμί, η λύση είναι μία μα όχι η παραλία. Τώρα, βέβαια, εγείρονται τα εξής ερωτήματα: τι αφορούν οι σαράντα βαθμοί, γιατί λιώνει το κορμί, ποια η λύση;

Ξεκινάμε με μία ιστορική αναδρομή. Σε όλους λίγο-πολύ είναι γνωστή αυτή η αίσθηση, που έχεις πριν αρρωστήσεις, όταν ξυπνάς με μια ελαφριά ενοχλησούλα στο λαιμό, να, σα να έχεις καταπιεί ξυραφάκια. Ευθύς ντύνεσαι καλά, πίνεις κάνα ζεστό και ο πόνος υποχωρεί. Τότε νομίζεις πως τη γλίτωσες και με μία αφέλεια πετάς τα ζεστά ρούχα (δεν κάνει κρύο μωρέ) και ξενυχτάς μερικές μέρες (έτσι κι αλλιώς ο πολύς ύπνος είναι για τους φλώρους). Τώρα είναι που την έχεις πατήσει και πριν το καταλάβεις το ξημέρωμα σε βρίσκει να βήχεις ακατάπαυστα με την πρώτη σου προσπάθεια να καλέσεις βοήθεια να στέφεται με παταγώδη αποτυχία καθώς, αντί για τη μελωδική σου φωνή, αναπαράγεις αποκλειστικά άναρθρες κραυγές. Επιπλέον το αίμα στις φλέβες σου βράζει, το κεφάλι σου πάει να σπάσει, στα ρουθούνια σου έχει εγκατασταθεί ένας μικρός Νιαγάρας και από το στήθος σου βγαίνει ο ήχος που θα έκανε ένα ξεχασμένο, μετά από εγχείρηση, ραδιόφωνο. Δε θέλει και πολύ μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι εσύ μπορεί να είχες ξεχάσει τους μικροοργανισμούς που σε είχαν προσβάλει αλλά εκείνοι, φυσικά, δεν είχαν αμελήσει το έργο τους, να περιμένουν δηλαδή τις κατάλληλες συνθήκες για να επιτεθούν και πάλι στο -καταπονημένο πια- ανοσοποιητικό σου σύστημα.

Κάπου εδώ σοβαρεύει το πράγμα και έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου ώστε να αναλάβεις δραστικά μέτρα. Ακυρώνεις τις υποχρεώσεις σου και μαζεύεις όσες δυνάμεις διαθέτεις πραγματοποιώντας μια ηρωική έξοδο προς το πλησιέστερο φαρμακείο για να προμηθευτείς όλα τα προσήκοντα ΜΗΣΥΦΑ. Τέτοια είναι αποσυμφορητικά, αντιπυρετικά, αναλγητικά, αντιβηχικά και ένα σωρό μακάρι-να-με-κάνουν-καλά-κά φάρμακα. Εννοείται πως δεν ξεχνάς να φορέσεις το πιο περίλυπο, κουταβίσιο βλέμμα που μπορείς να πάρεις με σκοπό να αποφύγεις τα «στα ‘λεγα ‘γω» φίλων, συγγενών και γειτόνων συνάμα με την αποδοκιμαστική αντιμετώπιση από τον φαρμακοποιό. Υποχρεωτική είναι και η στάση στον μανάβη για προμήθεια φρούτων (διότι ένα μήλο την ημέρα…).
Έπειτα από όλα αυτά ταμπουρώνεσαι στο οχυρό σου (σ.σ. κρεβάτι) και περιμένεις να περάσει το κακό που σε βρήκε.

Σε αυτό το σημείο έρχεται να ταράξει ο πυρετός την όποια δυνατότητα για ξεκούραση στοιχειώνοντας με τα παραδοξότερα των ονείρων το νοσηρό σου -κυριολεκτικά- μυαλό. Αν είσαι φιλόλογος για παράδειγμα, προβαίνεις στη διατύπωση καινοτόμων αναγνώσεων πάνω σε χιλιομελετημένα έργα. Λόγου χάριν ανακαλείς το απόσπασμα 31 της Σαπφούς, αυτό που κατά γενική ομολογία αποτελεί το αρχαιότερο, ίσως, κείμενο που αναλύει την παθολογία του έρωτα. Παρατίθεται η μετάφραση του Καζάζη: «…αλλά η γλώσσα μου παγώνει στη σιωπή, ευθύς μια λεπτή φλόγα αρχινά να τρέχει κάτω από το δέρμα μου, τα μάτια μου παύουν να βλέπουν και τ’ αφτιά μου αρχίζουν να βουίζουν. Ιδρώτας με πλημμυρίζει και ένα τρέμουλο με συνεπαίρνει ολόκληρη, γίνομαι πιο χλωμή και από τη χλόη, και, στο σκοτισμένο λογικό μου, μού φαίνεται πως πάω να ξεψυχήσω». Και τότε αναφωνείς: «ποια παθολογία του έρωτα; Δε βλέπετε πως αναφέρεται στο κοινό κρυολόγημα;». Είναι προφανές πως η λέσβία (το πιάσατε το υπονοούμενο;) ποιήτρια κυκλοφορούσε με αραχνοΰφαντο Οκτώβρη μήνα!

Και κάπως έτσι περνάει η ώρα και πλησιάζει μια όχι και πολλά υποσχόμενη νύχτα καθώς ζοφερές σκέψεις κάνουν την εμφάνισή τους ως αποτέλεσμα του υψηλού πυρετού, που λιώνει το κορμί. Οι τρόποι που προσφέρονται για την ανακούφισή του είναι οι εξής: «♫ η λύση είναι μία, χυμός και ηρεμία», ή «♫ η λύση είναι μία, χάπια-ψυχραιμία», ή πάλι «♫ η λύση είναι μία, εφημερεύοντα νοσοκομεία» ή, τέλος, «♫ η λύση είναι μία, αστικά νεκροταφεία». (Τη συμπλήρωση την επιλέγει καθείς ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης ή την απαισιοδοξία του.)

Όλα τα παραπάνω είναι αφιερωμένα στους απανταχού αφελείς ή ατυχείς συμπάσχοντες. Ας μην το βάζουμε κάτω όμως, «αύριο είναι μια άλλη μέρα», όπως είχε πει και η κυρία Ο’ Hara.


Για την εναρκτήρια παράγραφο έμπνευση υπήρξε -πέρα από το λαϊκό άσμα- το κείμενο της συναδέλφου Κ.Κ. «Καλοκαίρι στην πόλη»

Ελένη Μακ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου